ἀίδηλος — ἀΐδηλος , ἀίδηλος making unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αΐζηλος — ἀίζηλος, ον (Α) ο αΐδηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀίδηλος με τροπή τού δ σε ζ πρβλ. επίσης ἀρίδηλος ἀρίζηλος] … Dictionary of Greek
ἀιδήλως — ἀϊδήλως , ἀίδηλος making unseen adverbial ἀϊδήλως , ἀίδηλος making unseen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀίδηλον — ἀΐδηλον , ἀίδηλος making unseen masc/fem acc sg ἀΐδηλον , ἀίδηλος making unseen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hades — For other uses, see Hades (disambiguation). Hades … Wikipedia
Hades — Büste des Hades (Palazzo Altemps, Rom) … Deutsch Wikipedia
Hades — Para otros usos de este término, véase Hades (desambiguación). Busto de Hades. Copia romana en mármol de un original griego del siglo V a. C.; el manto oscuro es un añadido moderno (Museo Nacional Romano). En la mitología griega Hades… … Wikipedia Español
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
αΐδυλος — ἀίδυλος, ον (Α) κατά τον Ησύχιο «θρασύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανότερη είναι η άποψη (τού Leumann) που θεωρεί τη λ. παραλλαγμένη μορφή τού ομηρικού επιθ. ἀήσυλος «πονηρός, φαύλος» (με τροπή τού η σε ι και τού σ σε δ πιθ.… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek